Ο όρος μονωδία αναφέρεται σε ιδιαίτερο μουσικό ύφος που άνθισε στην Ιταλία του 17ου αιώνα, τα βασικά στοιχεία του οποίου συναποτελούνται από μια μελωδική, φωνητική γραμμή και την οργανική συνοδεία. Η γέννηση του ύφους της μονωδίας προέκυψε περί το 1580, ως αποτέλεσμα της απόπειρας της Καμεράτα Φλωρεντίνα να αναβιώσει η αρχαία ελληνική τραγωδία.
Η άνοδος της μονωδίας έπαιξε τεράστιο ρόλο στην ανάπτυξη της μουσικής, καθιερώνοντάς την ως βασικό στοιχείο της Μπαρόκ μουσικής, ιδιαιτέρως δε όταν αντιπαραβάλλεται με το μουσικό ύφος της Αναγέννησης, όπου κυριαρχεί η ισορροπία μεταξύ των φωνών, όπως εκφράζεται μέσω της πολυφωνίας. Στην Ελλάδα, ο όρος θεωρείται εφάμιλλος με το κλασικό τραγούδι εν γένει· υπ’ αυτή την έννοια μπορεί να γίνει λόγος για σπουδαστές μονωδίας και επαγγελματίες μονωδούς (σολίστες) του λυρικού θεάτρου.